κατοχυρώνω — κατοχυρώνω, κατοχύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατοχυρώνω — κατοχύρωσα, κατοχυρώθηκα, κατοχυρωμένος, οχυρώνω τέλεια, εξασφαλίζω κάτι: Κατοχύρωσε την πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατοχύρωτος — η, ο (Α ἀκατοχύρωτος, ον) [κατοχυρώνω] 1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα 2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα «ακατοχύρωτο πολίτευμα» … Dictionary of Greek
ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… … Dictionary of Greek
εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») … Dictionary of Greek
κατοχύρωση — η [κατοχυρώνω] πλήρης οχύρωση, εξασφάλιση, διαφύλαξη … Dictionary of Greek
νομιμοποιώ — έω καθιστώ κάτι νόμιμο, προσδίδω εκ τών υστέρων νόμιμο χαρακτήρα σε πράξη ή κατάσταση αρχικά παράνομη, κατοχυρώνω νομικά μια κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek